- λυγέα
- λυγέα, ἡ (Μ)βλ. λυγιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυγέα — λυγέᾱ , λυγέα fem nom/voc/acc dual λυγέᾱ , λυγέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγερός — ή, ό και λυγηρός, ά, ό (AM λυγηρός, ά, όν, Μ και λυγερός, ή, όν) εύκαμπτος, ευλύγιστος νεοελλ. μσν. 1. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, ευσταλής, κομψός 2. το θηλ. ως ουσ. η λυγερή (για νέα γυναίκα) ψηλή, κομψή και ευκίνητη μσν. (το ουδ. στην αιτ.… … Dictionary of Greek
λυγιά — Ονομασία τεσσάρων οικισμών.1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 276 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 38 χλμ. ΒΔ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαρθολομιού. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 503 κάτ.) του… … Dictionary of Greek